- ζαφελής
- ζαφελής, -ές (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) ορμητικός, βίαιος2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάνυ αφελής».επίρρ...ζαφελῶς (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μεγαλοκότως», βιαίως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαφελής — tenderly reared masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφελές — ζαφελής tenderly reared masc/fem voc sg ζαφελής tenderly reared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφελῶς — ζαφελής tenderly reared adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας … Dictionary of Greek
ζάφελος — ζάφελος, ον (Α) ζαφελής*, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα είναι αιολική μορφή τού δια ] … Dictionary of Greek
περιζαφελώς — Α επίρρ. πολύ ορμητικά, βιαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζαφελῶς (< ζαφελής «ορμητικός, βίαιος»)] … Dictionary of Greek